υποδοχή

υποδοχή
η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι
νεοελλ.
1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση
2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι προτάσεις τού υπουργού έτυχαν αρνητικής υποδοχής»)
3. χώρος κτηρίου όπου δέχεται κανείς ξένους («αίθουσα υποδοχής»)
4. τμήμα και, κυρίως, κοίλωμα ή οπή μηχανήματος ή κατασκευάσματος προορισμένο να δέχεται άλλο όργανο ή τμήμα τού ίδιου μηχανήματος ή τής ίδιας κατασκευής
μσν.-αρχ.
η ανάληψη ευθύνης για κάτι
αρχ.
1. φιλοξενία
2. (σχετικά με εχθρικό στράτευμα) απόκρουση
3. μέσα περιποίησης («οἶνον Λέσβιοι καὶ τὴν ἄλλην ὑποδοχὴν παρεῑχον», Πλούτ.)
4. το αξίωμα και το έργο τού εισπράκτορα
5. απόκρυψη και παροχή ασύλου σε άτομο και, κυρίως, σε δούλο που έχει δραπετεύσει
5. κατάλυμα («τοῑς φρουροῑς ὑποδοχὴν εὐερκῆ», Πλάτ.)
6. καταφύγιο πλοίων και στρατευμάτων
7. είσοδος·8. προσδοκία
9. (σχετικά με νερό) δεξαμενή («διὰ τοῡ κατασκευάζειν ὑποδοχὰς ὀμβρίοις ὕδασιν», Αριστοτ.)
10. υποστήριξη, βοήθημα για χάρη κάποιου
11. συνεχής διαδοχή
12. υπόθεση («εἰς ὑποδοχὴν τοῡ μηδ' ἀμφισβητῆσαι ὑμᾱς», Δημοσθ.)
13. μτφ. α) τα αγγεία τού σώματος, το στομάχι και η μήτρα
β) (σχετικά με νόσο) υποτροπή («ἀρθρῑτις καὶ ποδάγρα πολλῶν ἄλλων κακῶν ὑποδοχαὶ εἰσίν», Ρούφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποδοχῇ — ὑποδοχή reception fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχή — reception fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδοχή — η 1. προϋπάντηση, καλωσόρισμα: Πήγαν στην αποβάθρα για την υποδοχή του υπουργού. 2. ο τρόπος, η διάθεση ή η αντίδραση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι: Του έκανε άσχημη υποδοχή η γυναίκα του. 3. ιδιαίτερος χώρος σε κατοικία, το καλό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποδοχαῖς — ὑποδοχή reception fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχαί — ὑποδοχή reception fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχῆς — ὑποδοχή reception fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχήν — ὑποδοχή reception fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδοχῶν — ὑποδοχή reception fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”